- κακοσιτία
- κακοσιτίᾱ , κακοσιτίαlack of appetitefem nom/voc/acc dualκακοσιτίᾱ , κακοσιτίαlack of appetitefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοσιτία — η (Α κακοσιτία) [κακόσιτος] 1. κακή σίτιση, υποσιτισμός, ελλιπής διατροφή, ανεπαρκής θρέψη 2. ανορεξία, έλλειψη ορέξεως, αηδία προς τις τροφές, δυσκολία στο φαγητό … Dictionary of Greek
κακοσιτίας — κακοσιτίᾱς , κακοσιτία lack of appetite fem acc pl κακοσιτίᾱς , κακοσιτία lack of appetite fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσιτίαν — κακοσιτίᾱν , κακοσιτία lack of appetite fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσιτίην — κακοσιτία lack of appetite fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσιτίῃ — κακοσιτία lack of appetite fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)